θαλασσόπλους

θαλασσόπλους
θαλασσόπλους, -ουν και -οος, -ον (Α)
αυτός που διαπλέει τη θάλασσα, ο ποντοπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + πλους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοπλοΐα — η το να ταξιδεύει κανείς διά θαλάσσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσόπλους. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”